filarmoniki.gr@gmail.com   2645022438
Expand search form

Σχολή Φλάουτου, Όμποε & Φαγκότου

Flute

Στην σχολή Φλάουτου, Όμποε και Φαγκότου της Φιλαρμονικής Εταιρίας Λευκάδας εκπαιδεύονται σήμερα περισσότεροι από 15 νέοι μουσικοί.

Ας δούμε κάποιες πληροφορίες για το κάθε ένα από αυτά τα όργανα.

Φλάουτο

Φλάουτο (ιταλ. flauto, ελλην. πλαγίαυλος) ονομάζεται κάθε πνευστό, του οποίου ο ήχος προκύπτει από την πρόσκρουση ρεύματος αέρα σε μία λεπτή ακμή. Με την πρόσκρουση δημιουργούνται στρόβιλοι, οι οποίοι διεγείρουν ταλαντώσεις στον σωλήνα αέρα του οργάνου. Οι μεταβολές στο ύψος του παραγόμενου ήχου δημιουργούνται με κλείσιμο και άνοιγμα των οπών που βρίσκονται κατά μήκος του σωλήνα. Ανάλογα με το κράτημα του οργάνου διακρίνουμε το επίμηκες και το λοξό φλάουτο (flauto traverso, ελλην. πλαγίαυλος), τα οποία παρουσιάζονται με πολλές παραλλαγές σε διάφορους πολιτισμούς.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι είδη αυλού χρησιμοποιούσαν ως μουσικό όργανο ήδη άνθρωποι του Νεάντερταλ, πριν από περίπου 50.000 χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα αντίστοιχο όργανο ήταν ο δίαυλος που απεικονίζεται σε πολλά αγγεία και γλυπτά. Ο πλαγίαυλος απεικονίζεται σε ρωμαϊκά και βυζαντινά γλυπτά, είναι δε διαδεδομένος στη μουσική της Ανατολικής Ασίας (αναφορές ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ.) και της Δυτικής Ευρώπης (αποδεδειγμένα από το 12ο αιώνα μ.Χ.) Η φλογέρα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη δημοτική μουσική της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Γερμανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν φλάουτα από κόκαλα πουλιού και ελεφαντόδοντο, που είναι ηλικίας τουλάχιστον 35.000 ετών και πιθανότατα αποτελούν τα παλαιότερα μουσικά όργανα στον κόσμο. Από την Αναγέννηση και μετά βεβαιώνουν πολλοί ζωγραφικοί πίνακες την ευρύτερη χρήση του πλαγίαυλου στην Ευρώπη.

Για την ακρίβεια, στη Δυτική Ευρώπη κυριαρχούσε από το μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η φλογέρα. Από αυτή την εποχή και μετά διαδόθηκε ο πλαγίαυλος, ο οποίος και χρησιμοποιείται σήμερα τελειοποιημένος ως όργανο της ορχήστρας. Μέχρι περίπου τα μέσα του 17ου αιώνα ο σωλήνας του πλαγίαυλου ήταν ενιαίος με κυλινδρική διάτρηση. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε, αρχικά στη Γαλλία, ένας τύπος που “σπάει” σε τρία τμήματα (σπαστός πλαγίαυλος 1780), την κεφαλή, το μεσαίο τμήμα και τη βάση. Από αυτά, η κεφαλή είχε κυλινδρική διάτρηση, ενώ τα άλλα μέρη μία αντίστροφη κωνική. Ο λυόμενος τύπος πλαγίαυλου εξυπηρετεί την ακρίβεια στη διάτρηση και τη διόρθωση του ήχου με παρεμβολή μεσαίων τμημάτων διαφορετικού μήκους.

Ο σωλήνας του πλαγίαυλου είχε μέχρι το 17ο αιώνα συνήθως 6 οπές. Τάπες και κλειδιά τοποθετήθηκαν αρχικά από Γάλλους κατασκευαστές με τη δημιουργία του λυόμενου τύπου. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των οπών σε 8 και μετά το 1800 ακόμα περισσότερο. Το 1832 κατασκεύασε ο Th. Boehm ένα πλαγίαυλο με κωνική διάτρηση, στον οποίο οι οπές ήταν διαταγμένες αποκλειστικά με κριτήρια ακουστικά και όχι χειρισμού. Το 1847 ακολούθησε ο κυλινδρικός πλαγίαυλος με κεφαλή παραβολικής διάτρησης και βελτιωμένες τάπες, ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο, το 19ο αιώνα και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι για χρήση στην ορχήστρα σχεδόν αποκλειστικά από μέταλλο (σύγχρονο σπαστό φλάουτο) – κάποια μοντέλα είναι δε ασημένια ή χρυσά!

Περιγράφοντας την εξέλιξη του φλάουτου και των άλλων οργάνων σ’ αυτή την εφαρμογή είναι πιθανόν να θεωρηθεί ότι τα όργανα της ορχήστρας βελτιώθηκαν σε 3-4 στάδια από μερικούς ικανούς οργανοποιούς και πήραν γρήγορα την τελική μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Στην πραγματικότητα έχουν συμμετάσχει στη διαμόρφωση αυτών των οργάνων στη διάρκεια μισής χιλιετίας εκατοντάδες οργανοποιοί που βελτίωσαν το φλάουτο, καθένας από τους οποίους έχει βελτιώσει τη μία ή την άλλη λεπτομέρεια ή έχει κατασκευάσει ένα εξ αρχής νέο όργανο, το οποίο άλλοι νεότεροι βελτίωσαν αργότερα.

Όμποε

Το Όμποε ή οξύαυλος (ορθή προφορά γαλλ. Hautbois: ομπουά, γερμ. Oboe: ομπόε) είναι πνευστό μουσικό όργανο με επιστόμιο από διπλή γλωττίδα, εφαρμοσμένη σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας και που επάνω του εφαρμόζεται ένα σύστημα μεταλλικών κλειδιών. Το μήκος του είναι 60 εκατοστά και ανήκει στα Ξύλινα Πνευστά. Ο ήχος του είναι εκφραστικός με κάποια μελαγχολική χροιά. Είναι κάπως δύσκολο στον χειρισμό του, κυρίως επειδή χρειάζεται έντονο φύσημα για να περάσει ο αέρας από το λεπτό επιστόμιο, με αποτέλεσμα ο μουσικός να δυσκολεύεται αν δεν γνωρίζει καλά την τεχνική του. Η ονομασία προέρχεται από το γαλλικό haut bois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό, για να διακρίνεται από το βαθύφωνο της ίδιας οικογένειας Φαγκότο. Επίσης μπορεί να παίξει και πολύ χαμηλά και πολύ ψηλά.

Φαγκότο

Το φαγκότο (ιταλ. fagotto, ελλην. βαρύαυλος), είναι πνευστό μουσικό όργανο, που ανήκει στην οικογένεια του όμποε. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, ωστόσο η σύγχρονη μορφή του με διπλό σωλήνα συναντάται από τον 17ο αιώνα. Η αξία του αναγνωρίστηκε από μεγάλους κλασικούς μουσικοσυνθέτες κυρίως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Προήλθε από το παλαιό όργανο με την ονομασία μπομπάρτα μπάσσα. Από το 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά ως σόλο όργανο. Στους επόμενους αιώνες υπέστη τροποποιήσεις και αποτέλεσε απαραίτητο μέλος για τις ορχήστρες, λόγω του μεγάλου φάσματος των ηχοχρωμάτων που είναι σε θέση να παραγάγει. Η έκτασή του ξεπερνά τις τρεις οκτάβες και παρουσιάζει ποικιλομορφία στον ήχο του, ο οποίος χαρακτηρίζεται πιο σκοτεινός και μελωδικός στις χαμηλές και μεσαίες νότες και γοερός στις υψηλότερες. Η εύθυμη χροιά του ενέπνευσε αρκετούς συνθέτες να το χρησιμοποιούν, με σκοπό να δώσουν κωμική εντύπωση. Παραλλαγή του είναι το κόντρα φαγκότο, ή διπλό φαγκότο, το οποίο είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις, του οποίου ο σωλήνας ξεπερνά συνολικά τα 5 μέτρα, και παίζει μία οκτάβα χαμηλότερα.

Αποτελείται από έναν σωλήνα σε σχήμα κώνου. Έχει διπλή γλωττίδα. Πρόκειται για το δεύτερο πλέον βαθύφωνο από τα ξύλινα πνευστά όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, εξ ου και η ονομασία βαρύαυλος, ενώ το πλέον βαθύφωνο είναι το “κόντρα φαγκότο”. Από το όμποε διαφέρει σε βάθος κατά δύο οκτάβες. Το ύψος του φθάνει τα 1,3 μέτρα, ωστόσο το συνολικό μήκος του σωλήνα του, ο οποίος διπλώνεται, εκτείνεται περίπου μέχρι τα 2,5 μέτρα.

Στη σύγχρονη εκδοχή του, το φαγκότο συναντάται με δύο διακριτούς τύπους: τον γερμανικό (ή Heckel) και τον γαλλικό (ή Buffet). Ο πρώτος είναι περισσότερο διαδεδομένος και αποτελείται από πέντε ανοικτές οπές και 24 τάπες. Ο δεύτερος περιλαμβάνει έξι ανοικτές οπές και 22 τάπες. Αν και τα πρώτα όργανα κατασκευάζονταν από πιο σκληρές ποικιλίες ξύλου, ο σφένδαμος αποτελεί παραδοσιακά το ξύλο που προτιμάται. Τα μέρη του είναι: 1. Διπλή γλωττίδα 2. Σπείρα 3. Πλευρά 4. Βάση 5. Μπάσο 6. Καμπάνα.

Εγγραφή στα ενημερωτικά μηνύματα της ΦΕΛ